hincarse στο λεξικό PONS

hincarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

hincarse (o ponerse) de rodillas

Αναζητήστε "hincarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski