granjearse στο λεξικό PONS

granjearse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

granjearse la amistad de alg

Αναζητήστε "granjearse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski