ensañarse στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για ensañarse στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

Μεταφράσεις για ensañarse στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

ensañarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

ensañarse con (o en) alg

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ισπανικά
Ensañarse con los cuerpos constituía una ofensa a las relaciones humanas y a los preceptos divinos.
gonzalogamio.blogspot.com

Αναζητήστε "ensañarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski