cachondearse στο λεξικό PONS

cachondearse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

cachondearse fam [qn…|de alg…]

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski