aprieto στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για aprieto στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

aprieto [aˈprĭeto] ΟΥΣ αρσ

I.apretar [apreˈtar] ΡΉΜΑ trans

II.apretar [apreˈtar] ΡΉΜΑ intr

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για aprieto στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
aprieto m
estar en un aprieto
aprieto m

aprieto Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

estar en un aprieto
poner a alg en un aprieto

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski