apañárselas στο λεξικό PONS

apañárselas Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

apañárselas

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ισπανικά
Apañarse con lo que tenemos y ser conscientes de que aún se puede vivir con mucho menos.
www.dejamequetecuente.net

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski