Ελληνικά » Γερμανικά

ύπατ|ος <-η, -ο> [ˈipatɔs] ΕΠΊΘ

ύπατος
höchste(r, s)
ύπατος (στην αρχαία Ρώμη) αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ, ΠΟΛΙΤ
Konsul αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский