Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όψιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όψιμ|ος <-η, -ο> [ˈɔpsimɔs] ΕΠΊΘ

1. όψιμος (που γίνεται αργά):

όψιμος

2. όψιμος (που εκδηλώνεται έπειτα):

όψιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский