Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όχληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όχλησ|η <-εις> [ˈɔxlisi] SUBST θηλ

1. όχληση (ενόχληση):

όχληση
Belästigung θηλ

2. όχληση ΝΟΜ:

όχληση
Mahnung θηλ
τέλη ουδ πλ όχλησης
Mahngebühr θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский