Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψυχολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψυχολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [psixɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

ψυχολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский