Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψειριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψειρ|ιάζω <-σα, -σμένος> [psiˈri̯azɔ] VERB αμετάβ

ψειριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский