Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωρατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χωρατ|εύω <-εψα> [xɔraˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

χωρατεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский