Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χολιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χολιά|ζω <-σα, -σμένος> [xɔˈʎazɔ] VERB μεταβ

1. χολιάζω (εξοργίζω):

χολιάζω

2. χολιάζω (πικραίνω):

χολιάζω

II . χολιά|ζω <-σα, -σμένος> [xɔˈʎazɔ] VERB αμετάβ

χολιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский