Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: χλευαστής , χλευαστικός και χλευασμός

χλευαστής [xlɛvasˈtis] SUBST αρσ

χλευαστικ|ός <-ή, -ό> [xlɛvastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

χλευασμός [xlɛvazˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский