Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειρόφρενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χειρόφρενο [çiˈrɔfrɛnɔ] SUBST ουδ

χειρόφρενο
Handbremse θηλ
τραβώ το χειρόφρενο

Παραδειγματικές φράσεις με χειρόφρενο

τραβώ το χειρόφρενο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский