Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειροκροτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χειροκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çirɔkrɔˈtɔ] VERB μεταβ

1. χειροκροτώ (κάποιον):

χειροκροτώ κάποιον

2. χειροκροτώ (κάποιον, κάτι):

χειροκροτώ κάποιον/κάτι

II . χειροκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çirɔkrɔˈtɔ] VERB αμετάβ

χειροκροτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский