Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαυνώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χαυνώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xavˈnɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω χαύνο)

χαυνώνω

II . χαυνώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xavˈnɔnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι χαύνος)

χαυνώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский