Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χαρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [xaˈrazɔ] VERB μεταβ

1. χαράζω (σε επιφάνεια):

χαράζω

2. χαράζω (σε χαρτί):

χαράζω μια γραμμή

II . χαρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [xaˈrazɔ] VERB απρόσ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με χαράζω

χαράζω μια γραμμή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский