Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φωσφορίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φωσφορί|ζω <-σα> [fɔsfɔˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. φωσφορίζω (λαμπυρίζω):

φωσφορίζω

2. φωσφορίζω (μετά από έκθεση στο φως):

φωσφορίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский