Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυσιολογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυσιολογικ|ός <-ή, -ό> [fisiɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. φυσιολογικός ΒΙΟΛ:

φυσιολογικός

2. φυσιολογικός (κανονικός):

φυσιολογικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский