Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρούρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρούρησ|η <-εις> [ˈfrurisi] SUBST θηλ

φρούρηση
Bewachung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский