Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρακάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρακάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [fraˈkarɔ] VERB αμετάβ

1. φρακάρω (συρτάρι):

φρακάρω

2. φρακάρω (δρόμος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский