Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φράξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φράξιμο [ˈfraksimɔ] SUBST ουδ

1. φράξιμο (περίφραξη):

φράξιμο
Einzäunen ουδ

2. φράξιμο (κλείσιμο):

φράξιμο
Verschließen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский