Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φουρκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φουρκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [furˈcizɔ] VERB μεταβ

1. φουρκίζω (απαγχονίζω):

φουρκίζω

2. φουρκίζω μτφ (οργίζω):

φουρκίζω

II . φουρκίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский