Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φλέγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φλέγμα [ˈflɛɣma] SUBST ουδ

1. φλέγμα (φλέμα):

φλέγμα
Schleim αρσ

2. φλέγμα μτφ (απάθεια):

φλέγμα
Phlegma ουδ
φλέγμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский