Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φιστίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φιστίκι [fisˈtici] SUBST ουδ

1. φιστίκι (αράπικο):

φιστίκι
Erdnuss θηλ

2. φιστίκι (αιγινήτικο):

φιστίκι
Pistazie θηλ
φιστίκι μακαντέμιαν
Macadamianuss θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με φιστίκι

φιστίκι μακαντέμιαν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский