Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φιλόδοξος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φιλόδοξ|ος <-η, -ο> [fiˈlɔðɔksɔs] ΕΠΊΘ

1. φιλόδοξος (σχέδια):

φιλόδοξος

2. φιλόδοξος (άνθρωπος):

φιλόδοξος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский