Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φετιχιστής , φετιχιστικός και φετιχισμός

φετιχιστής (φετιχίστρια) [fɛtiçisˈtis, fɛtiˈçistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

φετιχιστής (φετιχίστρια)
Fetischist(in) αρσ (θηλ)

φετιχιστικ|ός <-ή, -ό> [fɛtiçistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

φετιχισμός [fɛtiçizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский