Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαλακρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φαλακρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [falaˈkrɔnɔ] VERB αμετάβ (κάνω φαλάκρα)

φαλακρώνω

II . φαλακρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [falaˈkrɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω φαλακρό)

φαλακρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский