Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαιδρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαιδρ|ός <-ή, -ό> [fɛˈðrɔs] ΕΠΊΘ

1. φαιδρός (χαρούμενος):

φαιδρός

2. φαιδρός (αστείος):

φαιδρός

3. φαιδρός (γελοίος):

φαιδρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский