Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υστέρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υστέρησ|η <-εις> [isˈtɛrisi] SUBST θηλ

1. υστέρηση (καθυστέρηση):

υστέρηση
Rückstand αρσ

2. υστέρηση:

υστέρηση ΗΛΕΚ, ΦΥΣ
Verzögerung θηλ
υστέρηση ΗΛΕΚ, ΦΥΣ
Hysterese θηλ
υστέρηση φάσης
διηλεκτρική υστέρηση

Παραδειγματικές φράσεις με υστέρηση

υστέρηση φάσης
διηλεκτρική υστέρηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский