Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόνομος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόνομος [iˈpɔnɔmɔs] SUBST αρσ

1. υπόνομος (οχετός):

υπόνομος
Abzugskanal θηλ

2. υπόνομος (για έκρηξη):

υπόνομος
Mine θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский