Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποσκάπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπ|οσκάπτω <-έσκαψα, -οσκάφτηκα, -οσκαμμένος> [ipɔˈskaptɔ] VERB μεταβ

υποσκάπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский