Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υπνωτιστής , υπνωτικός και υπνωτικό

υπνωτιστής (υπνωτίστρια) [ipnɔtisˈtis, ipnɔˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπνωτιστής (υπνωτίστρια)
Hypnotiseur(in) αρσ (θηλ)

υπνωτικό [ipnɔtiˈkɔ] SUBST ουδ

υπνωτικ|ός <-ή, -ό> [ipnɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский