Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπεργενίκευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπεργενίκευσ|η <-εις> [ipɛrjɛˈnicɛfsi] SUBST θηλ

1. υπεργενίκευση (υπερβολική γενίκευση):

υπεργενίκευση

2. υπεργενίκευση ΨΥΧ:

υπεργενίκευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский