Ελληνικά » Γερμανικά

υπενοικιαστής (υπενοικιάστρια) [ipɛnicasˈtis, ipɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπενοικιαστής (υπενοικιάστρια)
Untermieter(in) αρσ (θηλ)

ενοικιαστήριο [ɛnicasˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. ενοικιαστήριο (συμφωνητικό):

Mietvertrag αρσ

2. ενοικιαστήριο (αγγελία):

Mietangebot ουδ

υπενοικίασ|η <-εις> [ipɛniˈciasi] SUBST θηλ

ενοικιαστής (ενοικιάστρια) [ɛnicasˈtis, ɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπενοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛniˈcazɔ] VERB μεταβ

ξενοίκιαστ|ος <-η, -ο> [ksɛˈnicastɔs] ΕΠΊΘ

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST θηλ TV

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский