Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υπαρξιστής , υπαρξιστικός και υπαρξισμός

υπαρξιστής (υπαρξίστρια) [iparksisˈtis, iparˈksistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπαρξιστής (υπαρξίστρια)
Existenzialist(in) αρσ (θηλ)

υπαρξιστικ|ός <-ή, -ό> [iparksistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υπαρξισμός [iparksizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский