Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπέρυθρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπέρυθρ|ος <-η, -ο> [iˈpɛriθrɔs] ΕΠΊΘ

1. υπέρυθρος (κοκκινωπός):

υπέρυθρος

2. υπέρυθρος (ακτίνες):

υπέρυθρος
infrarot, Infrarot-
Infrarotstrahlen αρσ πλ
Infrarotlicht ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский