Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υμνητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υμνητής (υμνήτρια) [imniˈtis, imˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υμνητής (υμνήτρια)
Lobredner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский