Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υδρόχρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υδρόχρωμα [iˈðrɔxrɔma] SUBST ουδ

1. υδρόχρωμα (νερομπογιά):

υδρόχρωμα
Wasserfarbe θηλ

2. υδρόχρωμα (για ασβέστωμα):

υδρόχρωμα
Tünche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский