Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υδρόφιλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υδρόφιλ|ος <-η, -ο> [iˈðrɔfilɔs] ΕΠΊΘ

1. υδρόφιλος (που αγαπάει το νερό):

υδρόφιλος

2. υδρόφιλος:

υδρόφιλος ΧΗΜ, ΟΙΚΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский