Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υδρεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υδρεύ|ομαι <-τηκα> [iˈðrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

υδρεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский