Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υαλουργός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υαλουργός [ialurˈɣɔs] SUBST mf

1. υαλουργός (που δουλεύει σε μηχανές):

υαλουργός
Glaswerker(in) αρσ (θηλ)

2. υαλουργός (που φυσάει το γυαλί):

υαλουργός
Glasbläser(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский