Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσεκουρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσεκουρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsɛkuˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσεκουρώνω (με τσεκούρι):

τσεκουρώνω

2. τσεκουρώνω μτφ (τιμωρώ):

τσεκουρώνω

3. τσεκουρώνω (μαθητές):

τσεκουρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский