Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσεβδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσεβδί|ζω <-σα> [tsɛˈvðizɔ] VERB αμετάβ

1. τσεβδίζω (ψευδίζω):

τσεβδίζω

2. τσεβδίζω (επαναλαμβάνω φθόγγους σπασμωδικά):

τσεβδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский