Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μαγείρισσα , τσαγκαράδικο , μαστόρισσα , τσαγιέρα , νοικάρισσα και τσαγκάρης

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST αρσ, μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST θηλ

Koch αρσ (Köchin) θηλ

τσαγκαράδικο [tsaŋgaˈraðikɔ] SUBST ουδ

τσαγκάρ|ης <-ηδες> [tsaŋˈgaris] SUBST αρσ

νοικάρ|ης <-ηδες> [niˈkaris] SUBST αρσ, νοικάρισσα [niˈkarisa] SUBST θηλ

Mieter(in) αρσ (θηλ)

τσαγιέρα [tsaˈjɛra] SUBST θηλ

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST αρσ, μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST θηλ

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) αρσ (θηλ)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский