Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τροποποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τροποποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [trɔpɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. τροποποιώ (αλλάζω κάπως):

τροποποιώ

2. τροποποιώ (μεταρρυθμίζω):

τροποποιώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский