Ελληνικά » Γερμανικά

γραμματισμέν|ος <-η, -ο> [ɣramatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

τραυματικός <-ή, -ό> [travmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. τραυματικός (πυρετός):

Wund-

2. τραυματικός ΨΥΧ:

μετασχηματισμένη [mɛtasçimatizˈmɛni] SUBST θηλ ΜΑΘ

τραυματίας [travmaˈtias] SUBST mf

τραυματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [travmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. τραυματίζω:

2. τραυματίζω μτφ:

τραυματολόγος [travmatɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

τραυματολογία [travmatɔlɔˈjia] SUBST θηλ

ατραυμάτιστ|ος <-η, -ο> [atravˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский