Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρακάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρακάρ|ω <-α [ή -ισα], -ίστηκα, -ισμένος> [traˈkarɔ] VERB μεταβ

1. τρακάρω (κάνω να συγκρουστεί):

τρακάρω σε

2. τρακάρω μτφ (συναντώ):

τρακάρω κάποιον

II . τρακάρ|ω <-α [ή -ισα], -ίστηκα, -ισμένος> [traˈkarɔ] VERB αμετάβ

1. τρακάρω (αυτοκίνητα):

τρακάρω

2. τρακάρω (τσακώνομαι):

τρακάρω

III . τρακάρομαι VERB αυτοπ ρήμα (τσακώνομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский