Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τράχηλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τράχηλος [ˈtraçilɔs] SUBST αρσ

1. τράχηλος (σβέρκος):

τράχηλος
Nacken αρσ

2. τράχηλος (λαιμός):

τράχηλος
Hals αρσ
τράχηλος της μήτρας

Παραδειγματικές φράσεις με τράχηλος

τράχηλος της μήτρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский